- νομίσας
- νομίσᾱς , νομίζωuse customarilyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νόμισας — νομίζω use customarily aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нача˫атисѧ — НАЧА|˫АТИСѦ (6*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Ожидать, надеяться: ѿнюдѹже не бѣ нача˫атис˫а ѿтѹдѹ же въси˫а намъ д҃ньница пресвѣтла. ЖФП XII, 27б; се ѿнюдѹже бѣ не нача˫атисѧ тоже тако ти привезоша возъ таковыихъ хлѣбъ. Там же, 52в; мѹдровавъ прельстьникъ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
προσεξαγριαίνω — Α [ἐξαγριαίνω] εξαγριώνω, εξοργίζω περισσότερο («προσεξαγριαίνει... τὸν θεόν, νομίσας ἀπατήσειν αὐτοῡ τὴν πρόνοιαν», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
συμπαρακομίζω — Α 1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν]», Θουκ.) 2. μέσ. συμπαρακομίζομαι βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακομίζω «οδηγώ,… … Dictionary of Greek
συνοίκημα — ήματος, τὸ, Α [συνοικῶ] 1. η συγκατοίκηση 2. το άθροισμα αυτών που συγκατοικούν, που ζουν από κοινού, η κοινότητα τών ανθρώπων που ζουν μαζί («νομίσας δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek